-
1 ελαχιστος
3(ᾰ) [superl. к ἐλαχύς, μικρός и ὀλίγος] малейший, самый малый, наименьший(γέρας HH.; δύναμις Her.; ναῦς μέγισται καὴ ἐλάχισται Thuc.; χρόνος Arst.)
ἐ. τὸν ἀριθμόν Arst. — численно ничтожный;δι΄ ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Thuc. — в самое короткое время;τὸ ἐλάχιστον Her., Xen., Plat., ἐπ΄ ἐλάχιστον Thuc. и ἐλάχιστα Thuc., Plat. — по меньшей мере;παρ΄ ἐλάχιστον Dem. — чуть было (не);περὴ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Plat. — не ставить ни во что;ἐλαχίστου λόγου εἶναι Her. — иметь самое небольшое значение;ἔστι τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν Arst. — равенство предполагает по крайней мере два предмета;ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι (τὸ πῦρ) Thuc. — огонь чуть было (их) не уничтожил -
2 ἐλάχιστος
A smallest, least, freq. with a neg., γέρας, δύναμις οὐκ ἐ., h.Merc. 573, Hdt.7.168, etc.; λόγου ἐλαχίστου of least account, Id.1.143; ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι narrowly missed destroying them, Th.2.77;περὶ ἐλαχίστου ποιεῖσθαι Pl. Ap. 30a
; .2 of Time, shortest, δι' ἐλαχίστου (sc. χρόνου) Th.3.39; δι' ἐλαχίστης βουλῆς with shortest deliberation, Id.1.138.3 of Number, fewest, Pl.R. 378a;ἐ. τὸν ἀριθμόν Arist.Pol. 1312a30
; ἐν ἐλαχίστοις δυσίν between two at least. Id.EN 1131a15.4 Math., ἐλάχιστα καὶ μέγιστα minima and maxima, Apollon.Perg.Con.1 Praef.II τὸ ἐλάχιστον, τοὐλάχιστον, at the least, Hdt.2.13, X.An.5.7.8, D.4.21; ἐλάχιστα least of any one, Th.1.70; ὡς ἐ. as little as possible, Pl.Phd. 63d.III from ἐλάχιστος came a new [comp] Comp. ἐλαχιστότερος less than the least,ἐ. πάντων ἁγίων Ep.Eph.3.8
: [comp] Sup. ἐλαχιστότατος very least of all, S.E.M.3.54, 9.406.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάχιστος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский